βορβοροφάγος
Смотреть что такое "βορβοροφάγος" в других словарях:
βορβοροφάγος — βορβοροφάγος, ον (Μ) (για χοίρο) αυτός που τρώει βόρβορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] … Dictionary of Greek
βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… … Dictionary of Greek