βορβοροφάγος

βορβοροφάγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βορβοροφάγος" в других словарях:

  • βορβοροφάγος — βορβοροφάγος, ον (Μ) (για χοίρο) αυτός που τρώει βόρβορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + φάγος < (θ.) φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] …   Dictionary of Greek

  • βόρβορος — ο (AM βόρβορος) βρομερή λάσπη, βούρκος μσν. νεοελλ. ηθική ακαθαρσία, διαφθορά αρχ. κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., σχηματισμένη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Αν υποτεθεί ότι πρόκειται για κληρονομημένη λ., τότε μπορεί να συσχετιστεί με τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»